Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Τορνικίου

Η Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Τορνικίου βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το χωριό Παναγιά (Τουρνίκι) και είναι κτισμένη σε χαμηλό ανάχωμα, κοντά στην όχθη του Αλιάκμονα. Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στο 12ο αιώνα και συνδέεται με τη γνωστή οικογένεια των Τορνικίων. Το καθολικό είναι διώροφο και ισόγειο και ο όροφος μονόχωρες καμαροσκεπαστές εκκλησιές. Είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

Και οι δύο ναοί είναι κατάγραφοι με τοιχογραφίες που, σύμφωνα με σχετικές επιγραφές, χρονολογούνται τα έτη 1481 και 1730. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ζωγραφική του έτους 1481 εμφανίζεται ως ένα από τα πρωιμότερα έργα των ζωγράφων του Καστοριανού εργαστηρίου.

Σώζονται επίσης, τα κελιά κατά μήκος της νότιας πλευράς. Είναι λιθόκτιστα, ξυλόστεγα, με κεραμοσκεπή και τοποθετούνται στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Ερείπια από κτίσματα διακρίνονται κατά μήκος της βόρειας πλευράς, που δεν έχουν διερευνηθεί αρχαιολογικά, ενώ στο κέντρο σχηματίζεται μια μικρή αυλή.

Παρ’ όλα τα σωστικά μέτρα από τη δεκαετία του `80, ο σεισμός της 13ης Μαΐου 1995 δημιούργησε μεγάλες ζημιές κυρίως στο Ιερό του ορόφου.

Οι εργασίες αποκατάστασης ολοκληρώθηκαν το 2001.

Στην περιοχή που βρισκόταν η μονή, στην κοιλάδα του Αλιάκμονα, κατασκευάστηκε το 4ο φράγμα στο ρου του ποταμού και η τεχνητή λίμνη του Ιλαρίωνα, μήκους 35 χιλιομέτρων που εκτείνεται από το Νοτιοανατολικό άκρο του νομού Γρεβενών μέχρι την περιοχή της Αιανής Κοζάνης. Από την κατασκευή της τεχνητής λίμνης, η ιστορική Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Τορνικίου, κινδύνευε από τον κατακλυσμό των νερών. Έτσι το 2011, η μονή μετακινήθηκε κατά 140 μέτρα, σε μια πλαγιά με κλίση 25%, προκειμένου να διασωθεί. Από τη θέση που βρίσκεται σήμερα το μνημείο, η θέα προς την λίμνη είναι μαγευτική.

Μετάβαση στον χάρτη

Μεγάλη Παναγία στη Σαμαρίνα

Η Μεγάλη Παναγία είναι ο μητροπολιτικός ναός στη Σαμαρίνα, η Κοίμησις της Θεοτόκου.

Πρόκειται για μία υπερβολική σε μέγεθος τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με μεγάλο νάρθηκα-γυναικωνίτη, προστώο στη δυτική και στη νότια πλευρά, στην ανατολική άκρη του οποίου υπάρχει παρεκκλήσι αφιερωμένο στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Στη μεγάλη πολύπλευρη αψίδα του Ιερού έχει φυτρώσει, από τις αρχές του αιώνα τουλάχιστον,  ένα πεύκο. Ο ναός χτίστηκε το 1812 (σύμφωνα με άλλη άποψη το 1818) και τοιχογραφήθηκε δέκα χρόνια αργότερα.

Μεγάλη Παναγία στη Σαμαρίνα

Στο θύρωμα της νότιας πύλης υπάρχουν ενδιαφέροντα λιθανάγλυφα. Στη χαραγμένη επιγραφή διαβάζουμε : «1816 Ιουλίου 15».

Το εσωτερικό της εκκλησίας είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες Σαμαριναίων αγιογράφων ενώ ιδιαίτερης μνείας χρήζει το ξυλόγλυπτο χρυσωμένο μπαρόκ τέμπλο της εκκλησίας, κεντητό στον αέρα, όπως και ο άμβωνας και ο δεσποτικός θρόνος. Σε φορητή εικόνα του τέμπλου υπάρχει η επιγραφή «Αρχιερατεύοντος του πανιερωτάτου Βαρθολομαίου 1820». Ο πύργος του κωδωναστασίου βρίσκεται στη ΝΔ γωνία και προστέθηκε σε μία μεταγενέστερη εποχή.

Ο ναός κατά καιρούς έχει υποστεί μεγάλες ζημιές οι οποίες όμως έχουν επισκευαστεί.

Μετάβαση στον χάρτη

Μονή Παναγίας στο Σπήλαιο

Η Μονή Παναγίας στο Σπήλαιο Γρεβενών είναι μία από τις μονές του νομού, που δέχονται πάρα πολλούς επισκέπτες. Η παλαιότητα της μονής, το καταπράσινο φυσικό περιβάλλον στο οποίο είναι χτισμένη και η γοητεία του οικισμού του Σπηλαίου, δικαιολογούν την αγάπη του κόσμου και την επιθυμία του να επιστρέφει στο χωριό και στη μονή.

Μονή Παναγίας στο Σπήλαιο

Πρόκειται για έναν από τους παλιότερους οικισμούς της Δυτικής Μακεδονίας. Ο οικισμός έχει χτιστεί στις ανατολικές παρυφές της Πίνδου, στους πρόποδες του όρους Σταυρού, που παλιά ονομαζόταν «Σπίλος»(ύψομ. 1000 μ), που είναι συνέχεια του Καρέτσου (ύψομ. 2.000μ) και του Όρλιακα και απέχει 25 χλμ. από τα Γρεβενά.

Είναι γνωστό από την ιστορία ότι οι κάτοικοι του Σπηλαίου μαζί με τους κατοίκους του Περιβολίου και του Ζιάκα αποτελούσαν πάντοτε τους πυρήνες των μαχητών του αρματολικιού της Πίνδου.

Διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα στο χώρο της σημερινής επάνω πλατείας του οικισμού (Μεσοχώρι) αποτελούν ουσιαστικά δεδομένα για τη συνεχή ύπαρξη οικισμού στην περιοχή αυτή από την εποχή του χαλκού.

Πολύ κοντά στον οικισμό, σε ψηλότερο σημείο, υπάρχουν σημαντικά λείψανα αρχαίων, ρωμαϊκών και μεσαιωνικών οχυρώσεων, ακρόπολη και τείχη.

Στη Βόρεια και Δυτική πλευρά υπάρχουν τα κτίσματα (ηγουμενείο, κελιά, ξενώνες, αποθήκες).

Στη ΝΔ γωνία βρισκόταν η υπόγεια κρύπτη κειμηλίων και στη Νότια κτίσματα βοηθητικά. Από Ανατολικά έφρασσε το χώρο ο περίβολος. Η μονή είναι σταυροπηγιακή, υπαγόταν στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών και καθαγιάσθηκε στο όνομα της «Πανυπεράγνου Δεσποίνης Θεοτόκου και Αειαπαρθένου Μαρίας».

Στη μέση του χώρου οικοδομήθηκε το καθολικό της μονής που είναι μία παραλλαγή του αθωνικού τύπου , με νάρθηκα και μεταγενέστερο εξωνάρθηκα. Αργότερα, μαζί με την Μονή Ευαγγελισμού Μπουνάσας, συγχωνεύτηκε με τη Μονή Ζάβορδας. Πρόκειται για μία τρουλαία βασιλική με χορούς και λιτή.

Ιδιαίτερα επιμελημένη είναι η εισόδομη τοιχοποιία του καθολικού η οποία μιμείται το βυζαντινό πλινθοπερίβλητο σύστημα δομής.

Οι εξωτερικές Α. κόγχες της αψίδας του Ιερού και των παραβημάτων διακοσμούνται με επάλληλες σειρές τοξωτών ανακουφιστικών κογχών, με την ίδια εισόδομη πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία.

Τη χρονολογία της ανεγέρσεως και ανιστορήσεως του καθολικού γνωρίζουμε από τις επιγραφές του ναού, από τις οποίες οι δύο είναι κτιτορικές και οι υπόλοιπες πέντε αναφέρονται στην ιστόρηση. Η διακόσμησή του έγινε από τους ζωγράφους Νικόλαο και Ιωάννη σε δύο φάσεις. Τα ανώτερα τμήματα και οι χοροί κοσμήθηκαν στα 1649-1650, ενώ από τους χορούς έως το δυτικό τοίχο του κυρίως ναού το 1651-1652.

Στα κιονόκρανα και στα δοκάρια (ελκυστήρες) του καθολικού υπάρχουν και άλλες επιγραφές, με διάφορες λεπτομέρειες σχετικές με την ανιστόρηση του ναού.

Τα κειμήλια που φυλάσσονται σε ειδικό χώρο της μονής περιγράφει ο Νικόλαος Χρ. Κοτζιάς , όπως και τις φορητές εικόνες.

Στο εσωτερικό του καθολικού υπάρχει αξιόλογο ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο και ζωγραφισμένο τέμπλο. Αξιόλογα, επίσης, είναι και τα ξυλόγλυπτα θυρόφυλλα της Δ. θύρας.

Ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες και σε πολύ καλή κατάσταση διατηρούνται στο εσωτερικό του ναού (1640-1658). Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Άγιο Αχίλλειο και τον Άγιο Δημήτριο «τον Μυροβλήτη». Ενδιαφέρον είναι και το λαϊκότροπο τέμπλο του διακονικού.

Οι δεσποτικές εικόνες έγιναν το 1637. Στη βάση της δεσποτικής εικόνας ου Χριστού υπάρχει επιγραφή. Η τοιχογραφία ολοκληρώθηκε από τους ζωγράφους Νικόλαο, Ιωάννη και Μιχάλη (εκ Γέρμας) και τον Ηλία από το Επταχώρι, το 1640. Το ιερό τοιχογραφήθηκε το 1641 και ο υπόλοιπος ναός το 1658.

Η μονή διαλύθηκε με τον Ν. 4648/1930 και τα κειμήλια μεταφέρθηκαν στη Μονή Ζάβορδας.

Ενδιαφέρουσα, τέλος, είναι η καλά διατηρημένη σιδερένια εσωτερική κλειδαριά της δυτικής θύρας.

Από το μοναστήρι της Παναγίας πέρασε, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, δύο φορές ο Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) και ίδρυσε κρυφό Σχολείο που λειτουργούσε για αρκετά χρόνια.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΤΣΙΟΥΜΕΛΑ ΓΛΥΚΕΡΙΑ -ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ

Μετάβαση στον χάρτη

Μονή Ευαγγελίστριας (Μπουνάσια) στην Παλιουριά

Σαρανταέξι χιλιόμετρα νοτιανατολικά της πόλης των Γρεβενών, στις ρίζες των Καμβουνίων όρων, βρίσκεται το χωριό Παλιουριά, γνωστό στους παλαιότερους ως Ζμιάτσι. Το χωριό βρίσκεται κοντά στο ποτάμι Αλιάκμονα και σε υψόμετρο 480 μ. Στα εδαφικά όρια του χωριού ανήκει σήμερα η Ιερά Μονή Ευαγγελίστριας, η επονομαζόμενη και “Μπουνάσια”. Ονομάστηκε έτσι γιατί είναι κτισμένη κοντά στη ψηλότερη κορυφή των Καμβουνίων, τη Μπουνάσια, ή Βουνάσσα (υψόμετρο 1000μ).

Η μονή είναι κτισμένη σε περίοπτη θέση που μοιάζει με φυσικό θρόνο. Η θέση αυτή δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε αεροπλάνο, από όπου φαίνονται ο Μπούρινος, η Βασιλίτσα, όλος ο κάμπος από την Ανθρακιά έως την Παλιουριά (όλη η περιοχή της Φλουριάς δηλαδή) αλλά και ο Όλυμπος.

Μονή Ευαγγελίστριας ή Μπουνάσιας

Το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι χάριν συντομίας, ιδρύθηκε το έτος 1148. Για την ανέγερση τόσο του ναού όσο και των βοηθητικών κτισμάτων (κελιά, φούρνος, μαγειρεία και άλλα) εργάστηκαν αφιλοκερδώς οι πιστοί της γύρω περιοχής.

Άκμασε τον 18ο αιώνα, συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό μοναχών. Σε χειρόγραφο της Μονής Βαρλαάμ γίνεται αναφορά για τη Μονή της Μπουνάσας ως γυναικεία μονή στις αρχές του 17ου αιώνα, που, όμως, μετράπηκε σε ανδρώνα το 18ο αιώνα. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και τυπολογικά ανήκει στους αθωνικούς ναούς. Στο μοναστήρι της Μπουνάσας λειτουργούσε και βιβλιοδετικό εργαστήριο, του οποίου γνωρίζουμε ένα βιβλιογράφο, το μοναχό Γαλάκτιο, που άρχισε το μοναχικό του βίο εκεί το έτος 1601.

Το μοναστήρι λειτούργησε μέχρι το 1935 περίπου ως κοινόβιο. Οι τελευταίοι καλόγεροι που το κατοίκησαν ήταν ο Ευγένιος, ο οποίος ήταν τυφλός και ο Μεγαλόσχημος. Μαζί με αυτούς έμενε στο μοναστήρι και ένας τυφλός επίσης υπάλληλος, ο Παστός. Ο τελευταίος καλόγερος της Μονής ήταν ο Γεωργαντάς, ο οποίος μετά την εγκατάλειψη της Μονής λειτούργησε στην Παλιουριά ως ιερέας του χωριού.

Το μοναστήρι στην περίοδο κυρίως της Τουρκοκρατίας έχει να επιδείξει μεγάλη αντιστασιακή δράση. Ήταν λημέρι κλεφτών και αρματωλών, καθώς και νοσοκομείο για τους λαβωμένους. Εδώ άλλωστε είχαν ζητήσει πολλές φορές καταφύγιο ξακουστοί Μακεδονομάχοι, όπως ο Παύλος Μελάς και ο Θεόδωρος Ζιάκας, γνωστός ήρωας στην περιοχή των Γρεβενών. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι το μοναστήρι επί Τουρκοκρατίας ήταν και κρυφό σχολειό. Παιδιά από τη γύρω περιοχή και κυρίως από την Παλιουριά ερχόταν νύχτα εδώ και με κίνδυνο της ζωής τους για να μάθουν Ελληνικά γράμματα.

Η Ευαγγελίστρια ήταν από τον καιρό της ανέγερσής της έως την παρακμή της ξακουστή για τον πλούτο της. Μεγάλες εκτάσεις χωραφιών και αμπελιών ανήκαν στο μοναστήρι, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής δεν παρέλειπαν να συνδράμουν στο ταμείο του μοναστηριού με αρνιά και κατσίκια, ή με μέρος της ετήσιας σοδειάς τους. Τα χωράφια του μοναστηριού βρισκόταν κυρίως στην περιοχή Καρούτι κοντά στην Παλιουριά.

Εκτός όμως από χωράφια, το μοναστήρι είχε και δικά του κοπάδια με πρόβατα, καθώς και δικούς του στάβλους. Είχε επίσης και μελίσσια, που απέδιδαν πολλά κιλά μέλι κάθε χρόνο, όπως και αγελάδες, ξακουστές για το γάλα τους από το οποίο έφτιαχναν τα πιο νόστιμο τυρί της περιοχής. Λέγεται ότι το μοναστήρι είχε τα καλύτερα βόδια σε όλη τη γύρω περιοχή και τα οποία χρησιμοποιούσαν για το όργωμα που γινόταν τότε με ξυλάλετρο. Ακόμη το μοναστήρι είχε στην κατοχή του πολλά μουλάρια, μόνο θηλυκά, που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή ως μέσο μεταφοράς.

Όπως ήταν φυσικό οι σοδειές του μοναστηριού κάθε χρόνο ήταν πολύ μεγάλες και γι’ αυτόν ίσως το λόγο το μοναστήρι διέθετε δικό του αλώνι στην περιοχή Κούτρα, κοντά στην Παλιουριά. Ως μύλο το μοναστήρι χρησιμοποιούσε το μύλο της Σκάλας, όπως και όλη η γύρω περιοχή. Μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν το μέγεθος του πλούτου του μοναστηριού αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι από την Ιερά Μονή Ευαγγελίστριας δανείζονταν πολλές φορές και άλλα μοναστήρια, τόσο εντός όσο και εκτός του Ν. Γρεβενών. Όμως η σπουδαιότερη απόδειξη αυτού του πλούτου είναι ότι στα τελευταία του χρόνια το μοναστήρι είχε στην κατοχή του εκτός από χωράφια και περίπου τετρακόσια με πεντακόσια αιγοπρόβατα, τα οποία βοσκούσαν όπως άλλωστε γινόταν από την πρώτη στιγμή, υπάλληλοι-βοσκοί που τους πλήρωνε το μοναστήρι από το δικό του ταμείο, είτε σε είδος (σιτάρι – τυρί), είτε με χρήματα (γρόσια).

Η Ευαγγελίστρια γιόρταζε δύο φορές το χρόνο και γινόταν έτσι για πολλές μέρες το κέντρο της προσοχής όλων των κατοίκων της Φλουριάς και όχι μόνο. Η πρώτη γιορτή γινόταν την 25η Μαρτίου, οπότε γιόρταζε το όνομα του Μοναστηριού, και η άλλη το Δεκαπενταύγουστο, οπότε γιόρταζε η Παναγία, προστάτιδα της Ιεράς Μονής.

Κάθε φορά που γιόρταζε το μοναστήρι το επισκεπτόταν κόσμος από όλη την περιοχή, που έφτανε ως εκεί με μουλάρια ή άλογα ακολουθώντας το μονοπάτι. Όλο αυτό τον κόσμο οι καλόγεροι τον φιλοξενούσαν σε ζεστά, ευρύχωρα δωμάτια με τζάκια και τους κοίμιζαν στρωματσάδα.

Στους φιλοξενούμενους το μοναστήρι πρόσφερε μέλι και καρύδια, δικής του παραγωγής, και δροσερό νερό από την πετρόχτιστη βρύση που υπήρχε μέσα στο χώρο του μοναστηριού. Σε ειδική θέση, δίπλα σε αυτή τη βρύση υπήρχε ένα κύπελλο από μπακίρι με αλυσίδα, με το οποίο ξεδιψούσε κάθε κουρασμένος διαβάτης που ζητούσε φιλοξενία στη μονή για να ξαποστάσει.

Το μοναστήρι το προστάτευε η Παναγία η οποία και το έσωσε από πολλές καταστροφές και αιματοχυσίες. Δείγμα αυτής της προστασίας είναι το γεγονός ότι αν και πολλά βράχια, τεράστια σε μέγεθος, κυλούσαν συχνά από την κορυφή του βουνού με φόρα, όλα σταματούσαν κατά ένα μυστηριώδη τρόπο λίγο πριν φτάσουν στο εξωτερικό τείχος της μονής. Άλλο ένα θαύμα, που θυμούνται καθαρά οι κάτοικοι του χωριού Παλιουριά έως και σήμερα έγινε το 1944.

Στις 9 Φεβρουαρίου του 1944 οι Γερμανοί έκαψαν ολοσχερώς το χωριό και οι κάτοικοι για να προστατευτούν ζήτησαν προστασία στο μοναστήρι. Στις 10 Φεβρουαρίου, οι αδίστακτοι κατακτητές έριξαν με όλμο τρία βλήματα προς το μοναστήρι από τη διασταύρωση Δεσκάτης, κοντά στην περιοχή Λάκκο, με σκοπό να σκοτώσουν όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο ναό του μοναστηριού. Πράγματι, το ένα βλήμα έπεσε μπροστά στην είσοδο του ναού, το δεύτερο τρύπησε τον τρούλο και έπεσε στο κέντρο ακριβώς του ναού και το τρίτο χτύπησε το καμπαναριό, που βρίσκεται λίγα μέτρα ψηλότερα από το χώρο του ναού.

Χάρη στην Παναγία όμως, κανένα από τα τρία βλήματα δεν έσκασε και δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα. Αρκετοί κάτοικοι της περιοχής πίστευαν ότι η “προτίμηση” που έδειχνε η Θεοτόκος στο μοναστήρι οφειλόταν στην απείρου κάλλους εικόνα του Ευαγγελισμού, που αυτό είχε. Η εικόνα αυτή ήταν φτιαγμένη από καθαρό ασήμι που απεικόνιζε τον Αρχάγγελο την ώρα που πρόσφερε τον κρίνο στη Μαρία. Σήμερα αυτή η ανεκτίμητης αξίας εικόνα βρίσκεται για λόγους ασφαλείας στην Μητρόπολη των Γρεβενών.

Όλα τα κτίρια της μονής ήταν περιτριγυρισμένα από έναν ψηλό και ενιαίο τοίχο, τον οποίο διέκοπτε μόνο μία βαριά ξύλινη πόρτα, η οποία έκλεινε από μέσα με έναν σιδερένιο σύρτη (μάνταλο), πάχους δεκαπέντε εκατοστών.

Γύρω από το ναό και ως συνέχεια του τοίχους είχαν χτισθεί όλοι οι βοηθητικοί χώροι. Στο δεύτερο πάτωμα κάθε χτίσματος βρίσκονταν τα κελιά και οι χώροι φιλοτεχνίας, ενώ στο ισόγειο τα μαγειρεία, οι χώροι υποδοχής και οι χώροι αποθήκευσης τροφίμων και ποτών.

Στο νότιο τμήμα του τοίχου βρισκόταν χτισμένος τεράστιος φούρνος ο οποίος χρησίμευε στο ψήσιμο του ψωμιού. Δίπλα από αυτόν το φούρνο βρισκόταν το μαγειρείο της μονής. Απέναντι ακριβώς από την είσοδο του ναού ήταν χτισμένη η τραπεζαρία. Ο δεύτερος όροφος του κτιρίου αυτού δεν σώζεται σήμερα και αποτελούσε το κρυφό σχολείο που προανέφερα. Η είσοδος του ναού έχει σχήμα ανθρώπινου σώματος χαμηλού ύψους προκειμένου να μην είναι δυνατό στους ληστές ή τους αλλόθρησκους να εισέρχονται στο ναό με τα άλογα και να τον βεβηλώνουν.

Μπαίνοντας στον πρόναο υπάρχει ένας χοντρός κορμός δένδρου σταθερά σφηνωμένος στο έδαφος από τον οποίο ξεκινούσε μία χοντρή, βαριά αλυσίδα που κατέληγε σε ένα είδος μεγάλης χειροπέδας. Εδώ έδεναν το βράδυ μόνο, οι καλόγεροι τους τρελούς (που τους έφερναν για θεραπεία) από το λαιμό για λόγους ασφαλείας. Έχουν αναφερθεί και καταγραφεί πολλά περιστατικά που άνθρωποι με διανοητικές διαταραχές θεραπεύτηκαν τελείως κατά την παραμονή τους στο μοναστήρι και γύρισαν στα χωριά τους. Στο μοναστήρι έστελναν επίσης τους φυματικούς για θεραπεία. Σήμερα πιστεύεται ότι ο καθαρός αέρας και κυρίως το οξυγόνο ήταν αυτά που θεράπευαν τους αρρώστους, καθώς και η πίστη τους στο Θεό.

Το τέμπλο, το οποίο στολίζει το κύριο μέρος του ναού είναι ένα από τα πιο όμορφα της Ορθοδοξίας και μοναδικό στο είδος του. Μια επιγραφή σκαλισμένη στο τέμπλο, πάνω από την ωραία πύλη του καθολικού της Μπουνάσας, αναφέρεται στον ηγούμενο Χριστόφορο, που συνέβαλε στη δημιουργία του τέμπλου (1817) και μια άλλη μας δίνει την αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για οικοδομικές εργασίες και μαστόρους της Δεσκάτης (Ρίστας, Γιάννης και Κώστας, εργάστηκαν το 1763 στη Μονή Μπουνάσας). Η παράδοση λέει και οι ντόπιοι υποστηρίζουν ότι για την κατασκευή του ο τεχνίτης εργάστηκε ασταμάτητα για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια.

Τέλος, από βρύση μέσα στο ιερό ανάβλυζε καθαγιασμένο νερό, το λεγόμενο φριξονέρι. Αυτό το νερό οι πιστοί το δίνουν στα παιδιά και στους μεγάλους για να μην φοβούνται. Θεωρείται μάλιστα το καλύτερο γιατρικό για παιδιά με σπασμούς. Σήμερα τη διατήρηση και συντήρηση της Ιεράς Μονής του Ευαγγελισμού έχει αναλάβει η αρχαιολογική υπηρεσία, το έργο της οποίας είναι ήδη εμφανές.

Πάρα πολλοί πιστοί, από τις γύρω κυρίως περιοχές, “ανεβαίνουν” συχνά στο μοναστήρι για να προσκυνήσουν, αλλά και για να μαζέψουν τσάι, ήμερο και άγριο και φλαμούρι από το δέντρο της φλαμουριάς. Η βλάστηση σε όλη την περιοχή γύρω από τη μονή είναι καταπράσινη και ο χώρος σου δίνει μία αίσθηση γαλήνης και σιγουριάς.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΤΣΙΟΥΜΕΛΑ ΓΛΥΚΕΡΙΑ -ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ

 

Μετάβαση στον χάρτη

Θρησκευτικός Τουρισμός

Αγία Παρασκευή Γρεβενών

Ο θρησκευτικός ή προσκυνηματικός τουρισμός αποτελεί μια εναλλακτική μορφή τουρισμού που εδώ και αρκετά χρόνια γνωρίζει μεγάλη άνθιση σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Οι πιστοί νιώθοντας την ανάγκη να έρθουν πιο κοντά στη θρησκεία τους, αναζητούν προορισμούς με θρησκευτικό χαρακτήρα και έτσι εκκλησίες και μοναστήρια ανά την Ελλάδα, αποτελούν σημαντικό πόλο έλξης επισκεπτών καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Αγία Παρασκευή Γρεβενών

Οι λάτρεις του θρησκευτικού τουρισμού που έρχονται στα Γρεβενά, έχουν την ευκαιρία να επισκεφθούν προορισμούς σε ολόκληρο τον νομό. Λίγα χιλιόμετρα πριν τη Δεσκάτη, βρίσκεται η περίφημη Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωtήρος, στη Ζάβορδα, χτισμένη το 1534 έως 1544 από τον Όσιο Νικάνορα και δίπλα το ασκηταριό του Οσίου πάνω από τα ορμητικά νερά του Αλιάκμονα.

Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Τορνικίου χτίστηκε περίπου στα 1200 και είναι η μονή που μετά την κατασκευή φράγματος στην περιοχή, μεταφέρθηκε αυτούσια, σε λίγο ψηλότερο σημείο. Αξίζει να τη δείτε και έπειτα να ανηφορίσετε κάθετα τη Βουνάσα, όπου θα θαυμάσετε τη Μονή Ευαγγελισμού της Παναγίας Μπουνάσιας που πιθανότατα χτίσθηκε το 1348. Ο εντυπωσιακός ναός, ο υπέροχα βαμμένος τρούλος και οι σκαλιστές παραστάσεις πάνω από τις πόρτες σε συνδυασμό με το άγριο τοπίο και την εκπληκτική θέα στην τεχνητή λίμνη, κάνουν να φαίνονται παιχνίδι τα 5 χιλιόμετρα χωματόδρομο μέχρι εκεί.

Στην άλλη πλευρά του νομού, ο ναός της Μεγάλης Παναγίας στη Σαμαρίνα με το πεύκο πάνω στον τρούλο, μαγεύει χιλιάδες κόσμο τον Δεκαπενταύγουστο, ενώ στην είσοδο της θρυλικής κοιλάδας “Βάλια Κίρνα” ή αλλιώς της κοιλάδας του διαβόλου, στέκει ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και η Αγία Παρασκευή.

Ιδιαίτερο θρησκευτικό μνημείο για το νομό είναι η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Παναγία Σπηλιώτισσα που ιδρύθηκε το 1643. Το τέμπλο του ναού, η πόρτα και τα παράθυρά του αποτελούν εξαιρετικά δείγματα ξυλογλυπτικής του 17ου αιώνα. Δεκάδες ακόμη πέτρινοι ναοί και ξωκλήσια κοσμούν κάθε άκρη του νομού και έχουν ανοιχτές τις πόρτες σε πιστούς και επισκέπτες του τόπου.